- προσβάλλοντας
- προσβάλλωstrikepres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεϊσμανία — (Leishmania). Γένος μαστιγοφόρων πρωτοζώων της οικογένειας των τρυπανοσωμιδών, της τάξης των κινητοπλαστιδίων. Πρόκειται για ενδοκυτταρικά παράσιτα των ιστών των σπονδυλοζώων που μεταβιβάζονται από αιμοφάγα έντομα των γενών Phlebotomus και… … Dictionary of Greek
πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… … Dictionary of Greek
σκληρόφθορα — τα, Ν (μυκητ.) γένος μυκήτων που ανήκει στους μαστιγομύκητες τής τάξης περονοσπορώδη και μοιάζει πολύ με τον σκληρόσπορο, προσβάλλοντας και αυτό διάφορα είδη αγρωστωδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sclerophthora < σκληρός + φθείρω] … Dictionary of Greek
συνδεσμόφυτο — το, Ν ιατρ. ενδοσυνδεσμική οστεοποίηση η οποία σε ορισμένες νόσους, όπως η αγκυλοποιητική σπονδυλαρθρίτιδα, παίρνει συστηματικό χαρακτήρα, προσβάλλοντας τους συνδέσμους τών σπονδύλων και προκαλώντας ακαμψία τής σπονδυλικής στήλης. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
φυλλοξήρα — και φυλλοξέρα, η, Ν 1. ζωολ. γένος μικροσκοπικών ομόπτερων εντόμων τής οικογένειας φυλλοξηρίδες που ανήκει στην ομάδα τών φυτοπαρασιτικών εντόμων η οποία είναι γνωστή με τις ονομασίες αφίδες, μελίγκρες ή φυτόψειρες 2. φρ. α) «φυλλοξήρα τού… … Dictionary of Greek
ευδημίδα — Γένος λεπιδοπτέρων εντόμων της οικογένειας των τoρτριχιδών. Ζει στη νότια Ευρώπη και στην Αμερική. Είναι μικρή φαιοκίτρινη ψυχή, με καστανές και κυανές ανταύγειες. Τα φτερά της έχουν μήκος 5 6 χιλιοστά και άνοιγμα 10 12 χιλιοστά. Σημαντικότερο… … Dictionary of Greek
ήθη — O τρόπος με τον οποίο ζουν και φέρονται οι άνθρωποι στον κοινωνικό βίο τους και, γενικότερα, τα έθιμα που απορρέουν από την ιδιοσυστασία τους. Ή. ονομάζονται επίσης οι θεσμοί που διέπουν την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με την αντίληψη του ορθού και… … Dictionary of Greek